- εὐπόρφυρος
- εὐπόρφῠρος, ον,A of bright purple colour, v.l. in LXX Ez.23.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπόρφυρος — εὐπόρφυρος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορφυρος (< πορφύρα), πρβλ. αλι πόρφυρος] … Dictionary of Greek
εὐπόρφυρον — εὐπόρφυρος of bright purple colour masc/fem acc sg εὐπόρφυρος of bright purple colour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek